περιποιητικός

περιποιητικός
-ή και -ιά, -ό / περιποιητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιποιώ]
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν
προστασία
μσν.-αρχ.
αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα καὶ ζημίας καὶ ὠφελείας μεγίστης πολλάκις περιποιητικὰ τοῑς ἔχουσι», Φίλ.)
αρχ.
1. αυτός που δηλώνει την παραγωγή κάποιου
2. αστρολ. αυτός που φέρνει πλούτο
3. αυτός που ιδιοποιείται κάτι.
επίρρ...
περιποιητικώς / περιποιητικῶς ΝΜΑ και περιποιητικά Ν
με περιποιητικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιποιητικός, -ή — και ιά, ό ο πρόθυμος για φροντίδα, ο εξυπηρετικός, ο ευγενής: Οι απλοί άνθρωποι του χωριού είναι πολύ περιποιητικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιποιητικός — able to procure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικά — περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc pl περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc/acc dual περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικῶν — περιποιητικός able to procure fem gen pl περιποιητικός able to procure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικόν — περιποιητικός able to procure masc acc sg περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικαί — περιποιητικός able to procure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικοί — περιποιητικός able to procure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικοῦ — περιποιητικός able to procure masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικούς — περιποιητικός able to procure masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητική — περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”