- περιποιητικός
- -ή και -ιά, -ό / περιποιητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιποιώ]νεοελλ.(για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσειςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόνπροστασίαμσν.-αρχ.αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα καὶ ζημίας καὶ ὠφελείας μεγίστης πολλάκις περιποιητικὰ τοῑς ἔχουσι», Φίλ.)αρχ.1. αυτός που δηλώνει την παραγωγή κάποιου2. αστρολ. αυτός που φέρνει πλούτο3. αυτός που ιδιοποιείται κάτι.επίρρ...περιποιητικώς / περιποιητικῶς ΝΜΑ και περιποιητικά Νμε περιποιητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.